καλοχτίζω
Смотреть что такое "καλοχτίζω" в других словарях:
καλοκτίζω — και καλοχτίζω κτίζω κάτι στερεά, ανεγείρω με προσοχή, οικοδομώ με επιμέλεια … Dictionary of Greek
καλοκτίζω — και καλοχτίζω κτίζω κάτι στερεά, ανεγείρω με προσοχή, οικοδομώ με επιμέλεια … Dictionary of Greek